- ροσμαρί
- το, Νάκλ. κοινή ονομασία τού φυτού Rosmarinus officinalis, αλλ. δεντρολίβανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rosmarin «φυτό μεσογειακής θάλασσας» < μσν. λατ. rosmarinus «θαλάσσια δροσιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροσμαρίνι — και ροσμαρίνο, το, Ν το ροσμαρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rosmarino (βλ. λ. ροσμαρί)] … Dictionary of Greek
ρουμπί — (I) το, Ν ναυτ. βίαιος χειρισμός για πλήρη περιστροφή ιστιοφόρου πλοίου, ώστε αυτό να επανέλθει στη γραμμή πλεύσης. (II) το, Ν μικρό κομμάτι ύφασμα, κουρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ρόμπα]. (III) το, Ν άκλ. το ρουμπινί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν.… … Dictionary of Greek
rosmarin — rosmarín ( ni), s.m. – Arbust mic, plăcut mirositor, cu flori colorate (Rosmarinus officinalis). – var. rozmarin, rojmarin, rojmalin. Mr. rismărină. it. rosmarino, prin intermediul mag. rozmarin (Gáldi, Dict., 155), cf. ngr. ροσμάρί, ἀρισμαρί (›… … Dicționar Român